Μια νεράιδα μας πλησίασε καθώς πίναμε δροσιά δίπλα στη λίμνη. Μετά τη συζήτηση με το Ξώβακχο ήμουν σε διπλό κόσμο . Έτσι τη αναγνώρισα αμέσως. Βέβαια… ΠΥΡΡΟΞΑΝΘΑ σγουρά μαλλιά πιασμένα άτσαλα, καταπράσινα μάτια.. βαμμένες μαύρες βλεφαρίδες άσπρη επιδερμίδα με τόπους τόπους κοκκινίλες από το ήλιο από ΕΛΛΗΝΕΣ γονείς γεννήθηκε στην Γαλλία.. και βρέθηκε Καναδά. Αυτή η Νεράιδα μας προσκάλεσε, αυτή θα μας φιλοξενούσε… Χρόνια στον τουρισμό ξέρει πως να γνωρίζει στον κόσμο ταξιδιωτικούς προορισμούς Ξέρει πως η καλύτερη διαφήμιση είναι ένας μαγεμένος πελάτης.. Τα ελληνικά της από τη γιαγιά της με πολύ καλή προφορά. Μιλούσαμε και με κοίταζε στα μάτια. Αναγνώρισα τις δυνάμεις της… Μπροστά εκείνη πίσω εμείς.
Δέκα λεπτά δρόμος και βρεθήκαμε στο ξενοδοχείο της δίπλα σε ποταμό Πριν λίγες μέρες είχε ανοίξει, λίγα δωμάτια καθόλου προσωπικό.Προσφέρθηκε να μας φτιάξει καφέ Μέχρι να πάει το παλιό μου παλτό τα πράγματα στο δωμάτιο μας έμαθα τη σύντομη ιστορία της ζωής της. Αναγνώρισε τις δυνάμεις μου..λίγα λεπτά αργότερα χτύπησε το κινητό της … πελάτες χιχι

θα ξαπλώσουμε λίγο, θα εξερευνήσουμε το ποτάμι λίγο, θα πάμε για φαγητό, θα επιστρέψουμε!
«Το κάστρο μου δικό σας» μας είπε…

Μαγεμένη από το τοπίο του μικρού μπαλκονιού Υπέροχο κρεβάτι με τα πολλά πουπουλένια μαξιλάρια. Πρόσεξα το βάζο με τις γαλάζιες πέτρες και το φωτιστικό που μόλις το ακουμπούσες άναβε. Παντού μέσα στο καστράκι της υπήρχαν βάζα με γαλάζιες πέτρες. Πήρα μια στα χέρια μου και την χάιδεψα…

Στη στροφή προς το καστράκι περίμενε μια στιβάδα από βράχους!
Βράχοι φαίνονται όλα τα ξωτικά του Καναδά
Ο γηραιότερος της παρέας, ο Γηραίβακχος υποκλίθηκε στο πέρασμά μας..
«Μας ειδοποίησε ο Ξώβακχος για την λαμπρή σου παρουσία Από μικρή στους νεράϊδόκοσμους γεννήθηκες. Το νου σου οι νεράιδες σε θέλουν πίσω» Μου φώναξε ο Στρογγύβακχος.
«Καλέ την λαμπρή παρουσία !» είπε ο Ξεβακχος «αυτή ΔΕΝ μοιάζει με θεά…» Του χαμογέλασα και σώπασε.
ο Γηραίβακχος του τράβηξε τ’ αφτί !! «Πρέπει να πας λίγες μέρες στην Ευτυχία, πάλι Θόλωσες…»
«Καλώς όρισες, μπορείς να παίξεις όσο θέλεις. Πάρε τους χάρτες.. ψάξε τις γαλάζιες πέτρες. Το πιο δυνατό σου ξωτικό είναι το ένστικτο»

Φιλί ζητούσε ο ποταμός Αν η γυναίκα είναι λίμνη Ο άντρας είναι ο ποταμός που πάντα θα της γεμίζει κενά…

Η Μαριάν δεν μας κράτησε πολύ. Σύντομη βόλτα κάναμε μέχρι το ποτάμι Δυο βήματα τρία… με τον καφέ στο χέρι

Λίγο την υγρή του μορφή άγγιξα. Άρχισε να με καλεί στα νερά του για να χωθεί σε όλες μου τις οπές.
Οι φωνητικές χορδές του νερού είναι οι πέτρες. Αυτά είναι τα ξωτικά
Αν ο μύθος λέει πως τα ξωτικά τα βρίσκεις μεταμορφωμένα σε πλάσματα με ανάσα μόνο, εγώ λέω με την βοήθεια του Ξωβάκχου πως τα ξωτικά είναι βότσαλα, πέτρες, άμμος που κελλαρίζουν το νερό
Τουλάχιστον εδώ στον Καναδά έτσι είναι.. Θυμήθηκα μια έγγραφή του μικρού Σοφού μου.. χιχι
Πως μπορείς να κοιμηθείς? Μπορώ! Είμαι δίπλα στο ποτάμι, ακούω το θόρυβο του. Απολαμβάνω την ηρεμία στην αγκαλιά σου παρέα με το αγαπημένο μου βυζί. Τι άλλο θέλω?
Ευτυχώς που το βράδυ δεν σε άφησα να σκοτώσεις την αράχνη, μεγάλη και πανέμορφη είχε πλέξει όλο το μπαλκόνι
Στο χάραμα με ξύπνησες «Κοίτα ομίχλη στο ποτάμι» και σε πήρε πάλι ο ύπνος..
Αμ δεν ήταν ομίχλη
Τα πέπλα των Νεράιδων ήταν! Χόρευαν πάνω τον ποταμό και τα ξωτικά τραγουδούσαν. Ήθελα να αφήσω το κρεββάτι μας και να τρέξω στο ξημέρωμα μαζί τους… να χαθώ στο χορό Το κορμί μου άρχισε να πονάει… σε κοίταξα.. κοιμόσουν ! Είχα τον Ξώβακχο, τις γαλάζιες πετρούλες, τους χάρτες των ξωτικών…

Η Αράβακχη μου μίλησε απαλά. «Μου έσωσες τη ζωή. Τώρα πλέκω μετά από διαταγή σου για να πιαστούν τα όνειρα στην παγίδα και να βγουν αληθινά. Πες μου θέλεις να σου δώσω ένα από τα πλεγμένα πέπλα μου? Διάλεξες όνειρα που πονούν το κορμί»
Ομορφη ομίχλη σκέφτηκα και γύρισα στο κρεββάτι..
Το πρωί πέρασα από τις Νεράϊδες. Τις βρήκα εξαντλημένες, γυμνές με τα πέπλα τους να στεγνώνουν στα κλαδιά. «Αμ έτσι σας πιάνουν στο ύπνο» τους είπα και γέλασα! Πετάχτηκαν και άρχισαν να μαζεύονται γύρω μου.

«Πες μας σε αγγίζει? σε άγγιξε χθες το βράδυ?

Πάρε αυτό το ξωβότανο. Θα λυθεί το κορδόνι που δένει στο λαιμό σου την άγκυρα το σταυρό και την καρδιά!»
Πάνω που πήγα να πιάσω κουβέντα μαζί τους, άκουσα τη φωνή σου… Μάνιαααα… …
Τους έκλεισα το μάτι βιαστικά. Συγνώμη κορίτσια ο Ποταμός μου με φωνάζει 😉
Μια φωτογραφία ακόμη.

Δεν φαίνεται κάτι με την πρώτη ματιά. Μα εγώ έβλεπα κάτι. Την έφερα από δω, τη εφερα από κει τσουπ το φεγγάρι μαζί με τον ήλιο στον ουρανό όπως το είδα …Ημουν σίγουρη για ότι είχα δει…

Στο γυρισμό βλέπαμε πάλι Σκιουράκια στην άσφαλτο πατημένα. Σε ένα μάλιστα ήταν και ένα κοράκι και έτρωγε την νεκρή σάρκα. Μετά το πρόσεξα. Κοράκια στην άκρη του δρόμου περίμεναν! Αλήθεια είδα πολλά. Κατάλαβα πως το λάθος του σκίουρου και του οδηγού περιμένουν για ένα χορτάσουν τη πείνα τους.. Νόμος της φύσης τι να πεις