Όταν κάτι περιμένει!

…και που λές και που λες σε αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα ανακάλυψα μια φοβία μου σχετικά με τα αεροδρόμια. Η μικρή ξανθιά έδειξε να την πιάνει ίλιγγος στην ιδέα πως θα κατέβαινε μόνη της από τα ψηλά  και δεν θα είχε κάποιον να την περιμένει όταν προσγειωθεί. Αυτή την αναποδιά, την τρέλα το καπρίτσιο, κατανόησε  το σερνικό που νιώθει ίλιγγο όταν κοιτάζει από πολύ ψηλά προς τα κάτω. Έτσι, η μικρή ξανθιά είχε κάποιον τελικά να την περιμένει, με όμορφη πινακίδα φτιαγμένη από παιδικά χέρια, με λουλούδια, …μια αγκαλιά η οικογένεια του, με φαγάκι, με λογάκια από την Μαρία, με παγωτάκι από την Μαίρη, και και αυτό το σπάνιο Δωράκι που φαίνεται να μεγαλώνει γρήγορα και να ρουφά τα πάντα σαν σφουγγάρι…

Λίγες ώρες αργότερα οι παλάμες του άφησαν το ξανθό κοτοπουλάκι στην θαλπωρή της θείας. Η θεία μου, η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη του ταξιδιού μου. Κουραστική, ψυχαναγκαστική, αλλά με μια πελώρια λαχτάρα να ποτίσει ότι φαίνεται μαραμένο. Μετακόμισε στο μικρό διαμέρισμα του Παγκρατίου, αφού «νοσηλεύτηκε» για δύο χρόνια στην οικογένεια του μικρού της γιου. Με ορατές τις πληγές από το χαμό του άντρα, τη αδελφής, του μεγάλου της γιου, δεν ήθελε με τίποτε να γυρίσει στο άδειο μεγάλο σπίτι της Αγ. Παρασκευής, Πήρε μόνο τα απαραίτητα και φυσικά μέσα σε αυτά και λίγα από τα αγαπημένα της κρύσταλλα.

Η Θεία μου η Όλια, αδελφή της μαμάς μου, περίμενε καρτερικά να φτάσω, με έσφιξε στην αγκαλιά της με λαχτάρα, όπως και εγώ, προσπαθώντας και οι δύο να συ θλίψουμε  τον πρόωρο θάνατο του ξαδέλφου μου! Το φωτεινό της πρόσωπο, η μελαγχολική ματιά της συνέλαβε τα σχεδόν μαραμένα λουλούδια που κρατούσα!!!! «Κάτσε κάτσε να τα βάλουμε στο νερό! Μα δεν τα πρόσεξες τόσες ώρες;» «Τα ταλαιπώρησα πολύ, δεν έχουν άλλη ζωή βρε θεία» «Τι λες καλέ!!! Θα κόψω τα κοτσάνια … κάτσε κάτσε και θα δεις» Διάλεξε το αγαπημένο της κρυστάλλινο βάζο και για λίγα λεπτά χώθηκε στη κουζίνα. Την άλλη μέρα το πρωί ήταν έτοιμα, περήφανα νεκρά, να ζήσουν όμορφα όση ζωή τους έμενε!

Η Ολυμπίτσα (η μαμα μου την έλεγε έτσι όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο) μας τρέλανε, και εμένα και αργότερα το παλιό μου παλτό. Πρώτα από όλα ήταν η σωματοφύλακας-γραμματέας μου!!! Ήξερε χωρίς καν να την ενημερώσω, με ποιον, που, πότε και γιατί θα συναντηθώ! Δεν μου έκανε έλεγχο άλλα έπρεπε να τα ξέρει όλα … κυρίως αν θα γυρίσω ή όχι το βράδυ στο σπίτι! Να ξέρει αν θα με περιμένει το νυχτικό μου στο μαξιλάρι η θα παραμείνει κρεμασμένο πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου της… Δεύτερον έφτασα στο σημείο να λέω «όχι δεν θέλω» ακόμη και όταν πεινούσα χαχαχαχα

Η Θεία μου, η μόνη που έχω, μορφωμένη, με εξαιρετική ανατροφή «μεγάλου τζακιού», γυναίκα Ιατρού, με ταξίδια, δεξιώσεις, κρυστάλλινα βάζα γεμάτα λουλούδια παντού, δεν έχασε τίποτε από την αίγλη της, την φινέτσα της. Παλεύει με τις φίλες της, με τα ψώνια της στην μικρή γειτονιά του Παγκρατίου, πίνει τα χάπια της, προσέχει την επιδερμίδα της, βάζει κραγιόν ρουζ και μάσκαρα το πρωί, και το βράδυ στην προσευχή της παρακαλεί τον μεγάλο της γιο, τον περιμένει να έρθει να την «πάρει»…

Η θεία μου, φροντίζει το ψυγείο της να είναι πάντα γεμάτο, για κάθε γούστο, πληρώνει ίντερνετ για τα εγγόνια της, πάει που και που και παίζει μπιρίμπα, μιλά στο τηλέφωνο… με λίγα λόγια ταΐζει την ζωή με μικρές ομορφιές, όπως ταΐζει και την Μπιούτι την πανέμορφη γάτα της.

Η θεία μου μου καθώς έφευγα μου ψιθύρισε … |θα μου λείψετε πάρα πολύ γιατί είχα κάθε μέρα κάποιον να περιμένω

Καληνύχτα …

α και ένα λαλα…

 

Η χρυσόσκονη της Βαλίτσας :)

Άνοιξα την βαλίτσα και ξεπετάχτηκαν με ενθουσιασμό, χρυσόσκονες, ασημόσκονες, αστέρια, μικρά ξωτικά, χιονάνθρωποι, γιρλάντες, ελαφάκια και τέλος πάντων όλα τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Άρχισαν να τραγουδούν χαρούμενα πως «ήρθαν τα Χριστούγεννα και η πρωτοχρονιά» ψάχνοντας με τα λαμπερά τους μάτια το έλατο που θα κοσμούσαν ή έστω ένα μελομακάρονο για να γλυκαθούν. Η ματιά τους έπεσε στο ανοιχτό παράθυρο και τα καταπράσινα κλαδιά του μεγάλου δέντρου. Δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ ντυμένο με πράσινο μανδύα, πάντα στα λευκά ή γυμνούλι !! Ο σοφός μάγος στέκονταν προβληματισμένος δίπλα στη φάτνη,  οι αστρονομικοί του υπολογισμοί του έλεγαν άλλα … τελικά με ήρεμη φωνή τους ψιθύρισε «δεν είμαστε στο χειμώνα, έχουμε καλοκαίρι ακόμα. Κάποιος άλλος λόγος μας βγάζει έξω από την βαλίτσα !»

Με κοίταξε γεμάτη προσμονή και κρυφή χαρά. Της χαμογέλασα και ένιωσα κάθε δοντάκι των φερμουάρ της να ανατριχιάζει … Θέλεις πλύσιμο να φύγουν οι χρυσόσκονες, ναι μικρή μου φεύγουμε ταξίδι, αυτή τη φορά έρχεσαι μαζί μου Ελλάδα! Η μεγάλη βαλίτσα που εδώ και δέκα περίπου χρόνια είχε να ταξιδέψει άρχισε να τραγουδά «θα ανέβω σ ένα αεροπλάνο να δω το κόσμο από πάνω, …μοιάζει η γη με ζωγραφιά, και εσύ την πήρες σοβαράαα» Τα στολίδια από την άλλη άρχισαν να μουρμουρίζουν, «καλά μάλλον έχασε το μυαλό της αυτή, λες και δεν ξέρει πως ο ρόλος της είναι να μας προφυλάσσει για ένα χρόνο μέχρι να έρθει η στιγμή να σκορπίσουμε και πάλι την χαρά στο σπίτι  …»

Χαμογελούσα, καθώς άκουγα όλους αυτούς τους διαλόγους, η μεγάλη βαλίτσα επιστρέφει στην Ελλάδα, την είχα πάρει από την Πειραιώς πριν από δέκα χρόνια, μαζί με μια ροζ (ένα ταξίδι ακόμη άντεξε και έσπασαν τα ροδάκια πιφ ροζ τι περιμένεις), φτηνή και ελαφριά για να μπορεί να μεταφέρει μόνο όνειρα και ελπίδες. Μέσα της κουβάλησε τα απολύτως απαραίτητα τότε, αυτή και η ροζ… Τρία ταξίδια έκανα από τότε στην Ελλάδα αλλά ποτέ δεν την χρησιμοποίησα… ένα το ταξίδι της, παρθενικό και στην άλλη άκρη της Γης …και σε αυτό το ταξίδι μου  με τα Χριστουγεννιάτικα θα έμενε… Είναι που 15 μέρες μετά έρχεται φέτος να με συναντήσει στην Ελλάδα και το παλιό μου παλτό!

Ανούσιες πληροφορίες στην χαρτόκουτα του μυαλού μου. Ίσως γιατί την Τρίτη φοβήθηκα πολύ όταν το παλιό μου παλτό με πήρε από το νοσοκομείο όπου τον είχαν μεταφέρει. Γλίστρησε στα αποδυτήρια βγαίνοντας από την ντουζιέρα για να βάλει το κοστούμι του Νωρίτερα έπαιζε με αντροπαρέα γκολφ, τρισευτυχισμένος σε μια φιλανθρωπική μονοήμερη εκδήλωση που περιελάμβανε πρωινό, παιχνίδι και επίσημο δείπνο…. Έτρεμα μέχρι να μάθουμε την γνωμάτευση του γιατρού. Μου μιλούσε στο τηλέφωνο, και κατέγραφα κάθε του ανάσα, κόμπιασμα ή λεπτομέρεια των όσων μου εξιστορούσε ….40 χιλιόμετρα μακρυά μου, άκουγα την φωνή του και προσπαθούσα να μαντέψω αν είναι καλά….. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε ράμματα, η διάσειση ελαφριά, και ο πόνος στον πωπω του φαίνεται πως θα περάσει … τρόμαξα, όμως πάει πέρασε … ένας μικρός εφιάλτης που για λίγες ώρες εκφόβιζε κάθε χαρούμενη σκέψη για την προετοιμασία του ταξιδιού….

Κοιτάζω την μαύρη βαλίτσα, καθαρούλα και πεινασμένη μου ζητά την χορτάσω με ρουχαλάκια, βρακάκια, νυχτακάκια, παπουτσάκια και φυσικά μαγιουδάκι  άλλα και διάφορα μυστικά ομορφιάς χαχα Μπορεί να είσαι μεγάλη αλλά δεν σκοπεύω να σε παραγεμίσω… γιατί χρειάζομαι το χώρο. Οταν θα επιστρέψουμε και πάλι μετά τις διακοπές μας στην Αθήνα, θέλω να σε γεμίσω με όνειρα, αναμνήσεις, επιθυμίες … τα απολύτως απαραίτητα για την μόνιμη διαμονή μου στην Μορεάλη

σσσσσ μην μας ακούσει το σύμπαν και αρχίσει συνωμοσίες… χαχα

άσχετο λαλά …

ήλιε μου τα κατάφερες… θερινή ισημερία 🙂

Καληνύχτα Μορεάλη μου